σαρδέλα

σαρδέλα
[сардэла] ουσ θ сардина.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σαρδέλα" в других словарях:

  • σαρδέλα — (sardina pilchardus). Τελεόστεο της οικογένειας των Κλυπεϊδών, της τάξης των κλυπεόμορφων. Το ψάρι αυτό, που δεν έχει δόντια και το μήκος του κυμαίνεται μεταξύ 15 25 εκ., τρέφεται με πλαγκτόν, και ζει στον Ατλαντικό μεταξύ Μαδέρας και Ιρλανδίας,… …   Dictionary of Greek

  • σαρδέλα — η (λ. ιταλ.), είδος μικρού ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντσούγα — κ. για, η η σαρδέλα, το χαψί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < ιταλ. acciuga (πρβλ. ιταλ. διαλεκτ. τ. anciova, ancioa, anciua). Κατά μία άποψη, ο ιταλ. όρος acciuga, θεωρούμενος ως ο πιο αντιπροσωπευτικός μεταξύ άλλων, ανάγεται στο λατ. *apya (αντί του… …   Dictionary of Greek

  • σάρδη — η, Ν η σαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σαρδέλα, σαρδίνη (πρβλ. αρχ. σάρδα)] …   Dictionary of Greek

  • γάβρος ή γαύρος — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό και ως αντζούγα, πολύ διαδεδομένο στη Μεσόγειο, στον Εύξεινο Πόντο, στη Βαλτική και στον Ατλαντικό, κατά μήκος των ακτών της Ευρώπης και στης βόρειας Αφρικής. Η επιστημονική ονομασία του είναι εγγραυλίς η εγκρασίχολη. Το… …   Dictionary of Greek

  • κλιπεΐδες — (clupeidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των κλιπεοειδών. Έχουν ατρακτοειδές στρογγυλό έως έντονα πιεσμένο πλευρικά σώμα, μήκους μέχρι 75 εκ., καλυμμένο με μεγάλα ασημένια, λεία και λεπτά λέπια, εκτός από την περιοχή του κεφαλιού. Το στόμα τους… …   Dictionary of Greek

  • αφύη — ἀφύη, η (Α) η σαρδέλα, η αντσούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αφύη < α στερ. + φύω (φύομαι), αν ληφθεί υπ όψιν ότι δεν πρόκειται για είδος ψαριού, αλλά για τη δήλωση μικρών ψαριών «που δεν εφύησαν, δηλ. δεν… …   Dictionary of Greek

  • μεμβραφύα — μεμβραφύα, ἡ (Α) είδος μικρού ψαριού μεταξύ μεμβράδος και άφυας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμβράς + ἄφυα «σαρδέλα, είδος μικρού ψαριού»] …   Dictionary of Greek

  • ρεγγόμορφος — η, ο, Ν (συν. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ρεγγόμορφοι τάξη τελεόπτερων ιχθύων με 400 περίπου είδη, μεταξύ τών οποίων είναι η ρέγγα, η σαρδέλα, η αντζούγια και ο γαύρος, αλλ. αριγγόμορφοι …   Dictionary of Greek

  • σάρδα — ἡ, Α είδος ψαριού, η σαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ψάρι σάρδα, όπως και τα σαρδῖνος και σαρδίνη, πήραν την ονομ. τους από την Σαρδηνία (πρβλ. Σαρδώ), όπου κυρίως παστώνονταν αυτά τα είδη ψαριών] …   Dictionary of Greek

  • σαρδεληδόν — Ν επίρρ. (τροπ.) μτφ. στοιβαγμένοι ο ένας δίπλα ή πάνω στον άλλο, με μεγάλο συνωστισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρδέλα + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν). Η λ., με την παλαιότερη γρφ. σαρδελληδόν, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»